- αντιπαραβολή
- η (ΑΜ ἀντιπαραβολή)αντιπαράθεση, σύγκριση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀντιπαραβολῇ — ἀντιπαραβολή reply by comparison fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπαραβολή — reply by comparison fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντιπαραβολή — η σύγκριση, παραλληλισμός: Η αντιπαραβολή δύο τόσο μακρινών εποχών ήταν άτυχη ιδέα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀντιπαραβολαῖς — ἀντιπαραβολή reply by comparison fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπαραβολῆς — ἀντιπαραβολή reply by comparison fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπαραβολήν — ἀντιπαραβολή reply by comparison fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπαραβολῶν — ἀντιπαραβολή reply by comparison fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντιπαραβολικός — ή, ό ο αναφερόμενος σε αντιπαραβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντιπαραβολή. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον καθηγητή της Φαρμακολογίας Θεόδωρο Αφεντούλη («αντιπαραβολικά πειράματα»)] … Dictionary of Greek
συγκριτικός — ή, ό / συγκριτικός, ή, όν, ΝΜΑ [σύγκριτος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύγκριση, στην αντιπαραβολή, συσχετικός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα συγκριτικά ο συγκριτικός βαθμός τών επιθέτων νεοελλ. φρ. α) «συγκριτική μέθοδος» μέθοδος που… … Dictionary of Greek
αγιάρι — το έλεγχος και ρύθμιση τής λειτουργίας μηχανήματος με αντιπαραβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αραβοτουρκ. ayar (= βαθμός καθαρότητας πολύτιμου μετάλλου, ακρίβεια βάρους νομίσματος, ακρίβεια ώρας ρολογιού)] … Dictionary of Greek